μεγαλοτράχηλος

μεγαλοτράχηλος
μεγαλοτράχηλος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλο τράχηλο, μεγάλο λαιμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοτράχηλος — large necked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοτραχήλους — μεγαλοτράχηλος large necked masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ՄԵԾԱՊԱՐԱՆՈՑ — ( ) NBH 2 0240 Chronological Sequence: Unknown date գ. μεγαλοτράχηλος magnos cervices habens. Երկայն պարանոցաւ. եւ Երկայնօղ զպարանոցն. *Եւ վիշապին քաջալանջ եւ մեծապարանոց եղեալ՝ յարձակեցաւ ʼի վերայ երիվարին. Ճ. ՟Բ.: եւ Հ=Յ. փետր. ՟Է …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”